χειμωνιά

χειμωνιά
karakış, kötü hava koşulları

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειμωνιά — η 1. χειμώνας. 2. κακοκαιρία: Έξω κάνει χειμωνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειμωνιά — η, Ν 1. χειμώνας 2. κακοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. ιά (πρβλ. καλοκαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • αλαφροχειμωνιά — η ελαφρός, ήπιος χειμώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + χειμωνιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”